ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΑΝΙΧΝΕΥΤΗ

…από την συγγραφέα Ιουλία Λυμπεροπούλου:

Ο Βιβλιοανιχνευτής, όταν πρωτοήρθε από τον Σείριο…

Ο Βιβλιοανιχνευτής, όταν πρωτοήρθε από τον Σείριο…

Ο Γιώργος Ζούκας είναι ο βιβλιοανιχνευτής του ομώνυμου βιβλιοπωλείου, που σαν άλλος ένας Σέρλοκ Χολμς αναζητάει βιβλία, με ή χωρίς παραγγελία, καθώς πρόκειται για μία δραστηριότητα που λίγο ή πολύ λειτουργεί ως εθιστικός αυτοματισμός από ένα σημείο και μετά: η εκτίμηση της αξίας παλιότερων εκδόσεων και η συγκέντρωσή τους. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, όμως, με σθένος δεν είναι παρ’ όλα αυτά παλαιοβιβλιοπώλης.

Η συνέχεια του άρθρου, εδώ.

Σχολιάστε

Filed under ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΑΝΙΧΝΕΥΤΗ

ΤΖΑΚ ΤΡΑΙΫΛΟΡ

ΤΖΑΚ ΤΡΑΙΫΛΟΡ [JACK TRAYLOR]: Flowers of the Night

Παίην, Δαντόν και Ροβεσπιέρος, Χουαρέζ και Πηρς·
Λούθερ Κινγκ, Λουμούμπα δέν ζουν, μα δεν έχουν ξεχαστεί.
Χριστός, Λένιν, Κλήβερ, πρόσωπα για τα ίδια τους τα έθνη τους μισητά,
όλοι τους επαναστάτες, ονειρεύτηκαν την λευτεριά.

Οι παπάδες λένε πως αυτός ο τύπος κυβερνά,
γιατί από γεννησιμιού του έχει του Θεού την δωρεά.
Αυτή η χλαλοή στους δρόμους τι είναι; Και ποιος τραγουδά;
Ποιοι δεν λογαριάζουν και τα βάζουν με τον βασιλιά;

Γέρο, πάρε τους στρατιώτες, έχε τους κοντά,
γιατί κατακαίει την χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη πυρκαγιά.
Με χιλιάδες οπλισμένους άντρες, όλους στη σειρά,
οι εχθροί δεν πρόκειται ν’ αγγίξουνε τον βασιλιά.

Παίην, Δαντόν και Ροβεσπιέρος, Χουαρέζ και Πηρς·
Λούθερ Κινγκ, Λουμούμπα δέν ζουν, μα δεν έχουν ξεχαστεί.
Χριστός, Λένιν, Κλήβερ, πρόσωπα για τα ίδια τους τα έθνη τους μισητά,
όλοι τους επαναστάτες, ονειρεύτηκαν την λευτεριά.

Λουδοβίκε, έχε το νου σου, στείλ’ τους υποτακτικούς,
το Παρίσι καίγεται, η Βαστίλη πέφτει, δεν ακούς;
Και πού είν’ όλοι οι μισθοφόροι, που πληρώνει ο βασιλιάς;
Λες πως πήγαν με τον όχλο, πάνε στράφι τα λεφτά;

Γέρο, πάρε τους στρατιώτες, έχε τους κοντά,
πολύ σύντομα θ’ ανθίσει η χθεσινή σπορά.
Γέρο, προφυλάξου, μέ την ισχύ του στρατού,
γιατί τα φυτά που δεν ανθούν τη μέρα, μέσ’ στη νύχτα ανθούν. 

Μετάφραση: Γιώργος Ζούκας.

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι:

2 Σχόλια

Filed under ΤΖΑΚ ΤΡΑΙΫΛΟΡ

ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ

ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ [BRUCE SPRINGSTEEN (1949)]: Ραντεβού στην αντίπερα όχθη (Meeting across the river)

Έι Έντυ, περισσεύει κάνα φράγκο;
κι αν έχεις κανέναν μ’ αμάξι,
μπορείς να κανονίσεις τίποτα;
Άντε να βγούμε απ’ τη λούμπα, ρε φίλε,
μας περιμένει ραντεβού στην αντίπερα όχθη.

Ακούς; μιλάμε για μεγάλο μούτρο,
άμα θες, έρχεσαι, αλλά τσιμουδιά·
ο τύπος δεν αστειεύεται, μπήκες;
Έχει πέσει σύρμα, λέμε,
είν’ η τελευταία μας ευκαιρία.

Θέλει ψυχραιμία, Έντυ,
γιατί, φίλε, είμαστε χωμένοι ως τα μπούνια.
Κι αν χαλάσει η δουλειά απόψε,
θα ’χουμε όλοι τραβήγματα, με πιάνεις;

Τουλάχιστον εμείς να ’μαστε στην εντάξει.
Να, πάρε, χώστο στην τσέπα, έτσι, για συντροφιά.
Και πού ’σαι, μη σκάσεις κάνα χαμόγελο
Άλλαξε πουκαμισιά, απόψε θα ’μαστε στην τρίχα.

Η Σέρρυ μού κάνει μούτρα, γιατί έβαλα στην ακούμπα
το ράδιο της, λέει θα σ’κωθεί να φύγει.
Δεν καταλαβαίνει, ρε φίλε,
ότι στην ουσία παντελόνιασα δύο καφετιά.

Απόψε θα γίνουν όλα όπως στα λέω.
Θ’ ανοίξω την πόρτα,
θα της πετάξω τα φράγκα στο στρώμα
και θα βγω άνετος κι ωραίος.
Να δει αν μιλάω σοβαρά ή όχι.

Λοιπόν, Έντυ,
ξέρεις κανέναν μ’ αμάξι να μας πάει;

Μετάφραση: Βαγγέλης Δουβαλέρης – Μίνα Αδελάντε

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι:

ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ [BRUCE SPRINGSTEEN (1949)]: Στον ίσιο δρόμο (Straight time)

Το’86 βγήκα απ’ τη στενή, παντρεύτηκα
κι άρχισα πάλι απ’ την αρχή.
Μακριά από μπελάδες και μπλεξίματα,
στον ίσιο δρόμο.
Σ’ εργοστάσιο βρήκα δουλειά·
για το μεροκάματο (μη φανταστείς)…
Πέφτει όμως, αδερφέ, ένα σκοτάδι
πριν το τραπέζι το βραδινό
Κι εκείνη την ώρα
Νοιώθω καμιά φορά την ψώρα
Κι όπως παγώνει το μυαλό
λέω βαρέθηκα τα ίσια και σωστά
μου ’ρχεται ένα βήμα παραδίπλα να πατήσω.

Ο θειος μου στο τραπέζι
Τα κονομάει με κούρσες και στοιχήματα.
Μου γλιστράει ένα κατονταδόλλαρο, μου κάνει:
‘Για να ξέρεις ποιος σου στέκεται φίλος, Τσάρλυ’…
Κι όπως παγώνει το μυαλό
σκέφτομαι τέρμα τα ίσια και σωστά
μου ’ρχεται ένα βήμα παραδίπλα να πατήσω.

Φυλακή χρονάκια οχτώ
είπες δε βγαίνω ζωντανός από δω μέσα.
Όμως μια συνήθεια είν’ κι αυτή,
λίγο-λίγο η συνήθεια γίνεται ζωή.*

Στην κουζίνα τ’ απόγευμα, στο πάτωμα με τα μικρά.
Η Μαίρυ χαμογελάει, με την άκρη του ματιού της με κοιτά.
Φαίνεται πως έτσι παν τα πράγματα·
Θα’σαι μισός ελεύθερος, μισός σε φυλακή.**
Βγαίνω έξω στη βεράντα,
κρύο αέρα ρουφάω…
Κι όπως παγώνει το μυαλό
λέω βαρέθηκα τα ίσια και σωστά
μου ’ρχεται ένα βήμα παραδίπλα να πατήσω.

Στο υπόγειο, σιδεροπρίονο και καραμπίνα
Ανοίγω μια μπύρα, κάννη βαριά
Πέφτει νεκρή στο πάτωμα.

Σπίτι γυρνώ τ’ απόγευμα
Η βρώμα από τα δάχτυλα δε λέει να φύγει.
Πέφτω στο κρεβάτι, κλείνω τα μάτια
Και πλανιέμαι σε τόπους άγνωστους.

* Η εξοργιστική απλότητα και λακωνικότητα της γλώσσας στην κεντρική στροφή του τραγουδιού (Well eight years in, it feels like you’re gonna die / But you get used to anything, sooner or later it just becomes your life), κάνει την Ελληνική ν’ ακούγεται διδακτική και διανοητική (λίγο-λίγο η συνήθεια γίνεται ζωή) – ενώ πρόκειται για απλή, ξερή διαπίστωση. Εναλλακτική απόδοση: Οχτώ χρόνια φυλακή, έλεγες δεν τη βγάζω καθαρή δω μέσα. Όμως – ο άνθρωπος τα πάντα συνηθίζει αργά ή γρήγορα

** Παρόμοια περίπτωση λακωνικότητας: Seems you can’t get any more than half free (: ‘φαίνεται πως παραπάνω δεν έχει· θα ’σαι κατά το ήμισυ ελεύθερος’ ή: ‘μισερή ελευθερία θα ’χεις μόνο’).

Μετάφραση-σημειώσεις: Βαγγέλης Δουβαλέρης – Μίνα Αδελάντε

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι:

ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ [BRUCE SPRINGSTEEN (1949)]: Στον Κόλπο του Γκάλβεστον (Galveston Bay)

Για 15 χρόνια ο Λε-Μπιγκ-Σαν πολεμούσε τους Αμερικάνους
στα βουνά και στα δέλτα του Βιετνάμ.
Aποστρατεύτηκε το ’75 μετά την πτώση της Σαϊγκόν
κι έφερε τη φαμίλια του στη Γη της Επαγγελίας.
Το Σήμπρουκ του Τέξας και οι κωμοπόλεις
που είναι σπαρμένες στον κόλπο του Μεξικού
σχηματίζουν ένα δέλτα – του θύμισαν τα δικά του μέρη,
κι έστησε κει το σπιτικό του.
Δούλεψε μηχανικός κι έβαλε χρήματα στην άκρη·
όταν μάζεψε αρκετά, αγόρασε με τον ξάδελφό του ένα ψαροκάικο
κι έπιασαν δουλειά στον κόλπο του Γκάλβεστον.
Το χάραμα, ενώ όλοι ακόμα κοιμόντουσαν,
έδινε στην κόρη του ένα φιλί, κι έβγαινε στο κανάλι για να ρίξει δίχτυα.

Ο Μπίλλυ Σάττερ ήταν στο λόχο Charlie.
Πολέμησε στα υψίπεδα του Καγκ-Τρι·
στη μάχη του Σου-Λάι, όμως το ’68 τραυματίστηκε βαριά
και τον γύρισαν άρον-άρον στην πατρίδα.
Έκανε οικογένεια εκεί στο Γκάλβεστον·
δούλευε στις αλιευτικές εγκαταστάσεις
με το σκάφος του πατέρα του.
Το χάραμα, ενώ όλοι ακόμα κοιμόντουσαν,
έδινε στο μικρό του γιο ένα φιλί και πήγαινε να ρίξει δίχτυα.

Καθισμένος μπροστά στην τηλεόρασή του, ο Μπίλλυ
έβλεπε την πτώση της Σαϊγκόν στα νέα.
Το Νότιο Βιετνάμ είχε πέσει και οι κομμουνιστές κατέλαβαν τη Σαϊγκόν.
Πρόσφυγες έφταναν καθημερινά στην Αμερική.
Ο Μπίλλυ με τους φίλους του τους έβλεπαν
να στήνουν σπίτια και δουλειές στα μέρη που αυτοί είχαν μεγαλώσει.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και σ’ όλα τα μπαρ του λιμανιού
άρχισαν να ακούγονται διάφορα:
‘Η Αμερική στους Αμερικανούς’ κι άλλα παρόμοια·
κάποιος πέταξε μια κουβέντα: ‘Αν θέτε να ξεκουμπιστούν,
κάψτε τους’ – κι έφερε κάτι τραμπούκους απ’ το Τέξας.

Κάποια νύχτα τρεις σκιές φάνηκαν μες στην υγρασία του λιμανιού.
Είχαν έρθει για να κάψουν τα σκάφη των Βιετναμέζων.
Στη λάμψη της φωτιάς ακούστηκαν ριπές·
δύο Τεξανοί πέσαν νεκροί· κάποιος είδε τον Λε να κρατάει πιστόλι.
Οι ένορκοι είπαν πως βρισκόταν σε αυτοάμυνα
και τον αθώωσαν,
μα καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια του δικαστηρίου
ο Μπίλλυ μπουρμούρισε: ‘Φίλε, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε’.

Ήταν μια καλοκαιρινή βραδιά, κι η ώρα περασμένη·
ο Λε φύλαγε σκοπός στην άκρη της προκυμαίας.
Ο Μπίλλυ καραδοκούσε στο σκοτάδι, λίγο παραπέρα·
κρατούσε το κυνηγετικό του μαχαίρι.
Το φεγγάρι γλίστρησε πίσω απ’ τα σύννεφα.
Ο Λε άναψε ένα τσιγάρο, φέρνοντας βόλτες στην προκυμαία·
πήγαινε προς τη μεριά τού Μπίλλυ.
Όλα ήταν ακίνητα και σιωπηλά.
Καθώς περνούσε από δίπλα του,
ο Μπίλλυ παράχωσε στην τσέπη το σουγιά του,
πήρε βαθιά αναπνοή, και τον άφησε να προσπεράσει.

Στο πρώτο φως του πρωϊνού, ενώ όλοι ακόμα κοιμόντουσαν,
ο Μπίλλυ σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.
Πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό,
έδωσε στη γυναίκα του ένα φιλί
και τράβηξε κατά το κανάλι
για να ρίξει δίχτυα
στον κόλπο
του Γκάλβεστον.

Μετάφραση: Βαγγέλης Δουβαλέρης

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι:

ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ [BRUCE SPRINGSTEEN (1949)]: Ο πυγμάχος (The hitter)

Άνοιξ’ την πόρτα, μάνα, γύρνα το κλειδί
Περαστικός ήμουν και με ’πιασε η βροχή
Τίποτα δεν σου ζητώ, δεν χρειάζεται κάτι να πεις
Να ξεκουραστώ μόνο λίγο, και δε θα με ξαναδείς.

Ήμουν μικρό παιδί και με ’βαλες στο Σάουθερν Κουήν
Οι μπάτσοι μού κολλάγαν, δεν άντεξα για πολύ
Στη Νέα Ορλεάνη στο καπάκι, έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά
Η πάλη και το αίμα θα ’ταν, το ’ξερα, η δική μου η δουλειά.

Από Μπατόν Ρουζ, Ποντσαντούλα ως Λαφαγιέτ
Μου σκάγανε τα φράγκα τους, τους τσάκιζα στις γροθιές
Έκανα ό,τι έκανα, μάνα, και ήταν καλά
Λύπηση ή συμπόνια δε γνώρισα καμιά.

Με τον πρωταθλητή Τζακ Τόμσον πάλεψα σε λάσπη πηχτή
Η σκηνή ήταν τρύπια, στο καναβάτσο έσμιγε με το αίμα μας η βροχή
Στο δωδέκατο χτύπημα τη γλώσσα στο σπασμένο σαγόνι μου γλυστρώ
Στήθηκα από πάνω του και του ’ριχνα στο ψαχνό
Το κουδούνι χτύπαγε κι εγώ τον είχα κάτω
Ώσπου ’νοιωσα το γάντι μου να γλιστρά στα σωθικά του.

Μετά γυναίκες ήρθανε και χρήμα πολύ
Γυναίκες κόκκινες, χρήμα πράσινο – μαύροι οι αριθμοί
Για τους κοστουμάτους πάλευα και τα στοιχήματά τους
Είχα κι εγώ μερίδιο, μάνα, και συνείδηση καθαρή.

Στημένοι αγώνες έπειτα, μα πληρώναν καλά
Με τον Τζακ Μακ Ντάουελ, έπεφτα από καδρόνια ψηλά
Ο διαιτητής το χέρι του σήκωσε, όλα μαυρίσαν μεμιάς
Πήρα τα λεφτά τους – δεν ξαναγύρισα πια.

Μάνα, ο καθείς έχει το ρόλο του στο παιχνίδι αυτό
Αν κάποιον άλλον συ ξέρεις, να τον μάθω κι εγώ
Κι αν η φωνή μου σαν άγνωστη ηχεί τώρα στ’ αυτιά σου
Άνοιξ’ την πόρτα και κοίταξε τα μάτια τα σκοτεινά σου
Τίποτε δεν σου ζητώ, μάνα, ούτε χαμόγελο ούτε φιλί
Μόνο την πόρτα άνοιξε κι άσε να γείρω μια στιγμή.

Οι μέρες αυτές πέρασαν, τώρα βροχή έχει πιάσει
Σε γήπεδα και σε στενά όποιος θέλει ας κοπιάσει
Αν καλύτερος από μένα λογιέσαι, κάνε ένα βήμα
Φτύσε το κρίμα σου και τα λεφτά μπροστά.
Τίποτα δεν σου ζητώ, μάνα, δεν χρειάζεται κάτι να πεις
Να ξεκουραστώ μόνο λίγο και δεν θα με ξαναδείς.

Σ’ έρημη αποβάθρα απόψε κάποιος χαράζει κύκλο στη λάσπη
Εγώ πάω στο κέντρο και το πουκάμισο βγάζω
Μελετάω τα σημάδια, τις ουλές και τον πόνο
Που κανείς άνθρωπος δεν σβήνει, ούτ’ ο καιρός
Στ’ αριστερά γέρνω, ζυγιάζομαι, και τινάζομαι μπρος.

Μετάφραση: Βαγγέλης Δουβαλέρης

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι:

Σχολιάστε

Filed under ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ

ΤΖΑΙΝΙ ΜΠΡΑΝΤΦΟΡΝΤ – ΜΠΕΡΡΥ ΓΚΟΡΝΤΥ

ΤΖΑΙΝΙ ΜΠΡΑΝΤΦΟΡΝΤ – ΜΠΕΡΡΥ ΓΚΟΡΝΤΥ [JANIE BRADFORD (1939) – BERRY GORDY (1929)]: Money

Στη ζωή ’ναι όλα τζάμπα, αλλά…
για τις μέλισσες και τα πουλιά.

Θέλω λεφτά, δώσ’ μου λεφτά.
Θέλω λεφτά, πολλά λεφτά.
Το μόνο που ζητάω είναι λεφτά.
Θέλω λεφτά, δώσ’ μου λεφτά.

Τα αισθήματά σου δεν αρκούν
οι λογαριασμοί να πληρωθούν.

Θέλω λεφτά, δώσ’ μου λεφτά.
Θέλω λεφτά, πολλά λεφτά.
Το μόνο που ζητάω είναι λεφτά.
Θέλω λεφτά, δώσ’ μου λεφτά.

Ό,τι ν’ αγοράσω δεν μπορώ,
τι θα κάνω αν το χρειαστώ;

Θέλω λεφτά, δώσ’ μου λεφτά.
Θέλω λεφτά, πολλά λεφτά.
Το μόνο που ζητάω είναι λεφτά.
Θέλω λεφτά, δώσ’ μου λεφτά.

Μετάφραση: Γιώργος Ζούκας

Εδώ, μπορείτε να ακούσετε την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού

και εδώ την διασκευή των Beatles:

 

Σχολιάστε

Filed under ΤΖΑΙΝΙ ΜΠΡΑΝΤΦΟΡΝΤ – ΜΠΕΡΡΥ ΓΚΟΡΝΤΥ